Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατά τον ίδιο

  • 1 ίδιος

    α, ο [ία, ον]
    1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;

    ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;

    ιδία είσοδος особый, отдельный вход;
    (δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;

    είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;

    ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;

    4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;
    όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;

    θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;

    η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;
    § ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ίδιος

  • 2 τρόπος

    ο
    1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;

    τρόπος παραγωγής — способ производства;

    με τί τρόπο; — каким образом?;

    με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;

    με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;

    2) образ, склад, характер;

    τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;

    τρόπος της σκέψης — образ мыслей;

    3) (материальные) возможности; средства;
    4) муз. лад;

    μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;

    § κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;

    κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;

    κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;

    με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;

    με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;

    με τρόπο — осторожно, деликатно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρόπος

  • 3 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

См. также в других словарях:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»